ἁμαρτωλῆς

ἁμαρτωλῆς
ἁμαρτωλή
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Χώθορν, Ναθάνιελ — (Hawthorne, Σάλεμ, Μασαχουσέτη 1804 – Πλύμουθ, Νιου Χαμσάιρ 1864). Αμερικανός συγγραφέας. Ορφανός από πατέρα, συνήθισε από μικρός στη μοναξιά και στην αυτοπαρατήρηση. Έπειτα από 4 χρόνια σπουδών στο Bowdoin College, όπου γνώρισε τον Φράνκλιν Πιρς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”